συγκλονιστικός

συγκλονιστικός
-ή, -ό
επίρρ. συνταρακτικός, αυτός που προκαλεί συγκλονισμό: Συνέβηκαν συγκλονιστικά γεγονότα. – Ερμήνεψε με τρόπο συγκλονιστικό τα τραγούδια της αντίστασης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συγκλονιστικός — ή, ό, Ν αυτός που συγκλονίζει, συνταρακτικός («συγκλονιστικές εξελίξεις»). επίρρ... συγκλονιστικά Ν με συγκλονιστικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγκλονίζω + κατάλ. τικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • τρανταχτός — ή, ό, Ν [τραντάζω] 1. αυτός που σείεται, που κουνιέται βίαια, που συγκλονίζεται 2. συγκλονιστικός 3. μτφ. α) πολύ ισχυρός («τρανταχτό επιχείρημα») β) αυτός που κάνει πολύ θόρυβο («τρανταχτά γέλια») γ) (για πρόσ.) διάσημος («τρανταχτή… …   Dictionary of Greek

  • Ένσορ, Τζέιμς Σίντνεϊ — (James Sidney Ensor, Οστάνδη 1860 – 1949). Βέλγος ζωγράφος, χαράκτης, μουσικός και συγγραφέας. Έζησε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του στην Οστάνδη, εκτός από το διάστημα των σπουδών του στην Ακαδημία των Βρυξελλών (1877 81). Το 1833 ίδρυσε μαζί με …   Dictionary of Greek

  • συνταρακτικός — ή, ό επίρρ. ά συγκλονιστικός, αυτός που προκαλεί ζωηρή συγκίνηση: Συνέβησαν συνταρακτικά γενονότα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”